χρωματίζω

  • 51συγχρωματισμός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) η ύπαρξη τού ίδιου χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χρωματισμός (< χρωματίζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 52συγχρώζω — ΜΑ δίνω σε κάτι το ίδιο χρώμα με κάποιον αρχ. παθ. συγχρῴζομαι είμαι στενώς ενωμένος με κάτι ή κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χρῴζω «ενώνομαι, χρωματίζω» (< χρώς, χρωτός «χρώμα»)] …

    Dictionary of Greek

  • 53συγχρώννυμι — Μ (κυρίως σχετικά με ζωγραφικό πίνακα) δίνω σε κάποιον ή σε κάτι το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χρώννυμι «χρωματίζω» (< χρώς, χρωτός «χρώμα»)] …

    Dictionary of Greek

  • 54συναναχρώννυμι — ΜΑ, και συναναχρώζω Μ 1. μεταδίδω σε κάτι το δικό μου χρώμα ή τη δική μου οσμή («ὁ πέριξ ἀὴρ συναναχρωζόμενος ταῑς ἀπὸ τῶν φυτῶν ἀναφοραῑς», Γεωπ.) 2. παθ. συναναχρώννυμαι α) (για πρόσ.) συγχρωτίζομαι, συναναστρέφομαι β) (για πράγματα)… …

    Dictionary of Greek

  • 55σφουμάτα — Ν άκλ. καπνός που αναδυόταν από ειδική καπνοδόχο τού Βατικανού κατά τη διάρκεια σύγκλησης τού κογκλαβίου τών καρδιναλίων και ο οποίος, όταν ήταν λευκός και αραιός, δήλωνε ότι είχε εκλεγεί νέος πάπας, ενώ, όταν ήταν μαύρος και πυκνός, σήμαινε ότι… …

    Dictionary of Greek

  • 56σφουμάτο — το, Ν άκλ. (καλ. τεχν.) η με χρήση σφουμελιού αρμονική διαβάθμιση και συνένωση σκιών με τα φωτεινά μέρη σχεδίου ή ζωγραφικού πίνακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sfumāto < ρ. sfumare δίνω απόχρωση, χρωματίζω, εξατμίζομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 57τεύθριον — τὸ, Α 1. το φυτό πόλιον 2. το φυτό ερυθρόδανον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. τεύθριον, μέσω τής έννοιας τού χρώματος, συνδέεται με τη λ. τευθίς «καλαμάρι», λόγω τής μελάνης που αυτό εκκρίνει, και ανάγεται σε μια ρίζα με σημ.… …

    Dictionary of Greek

  • 58υδροχρωματίζω — Ν 1. χρωματίζω με υδρόχρωμα 2. επιχρίω μια επιφάνεια με χρωματισμένο γαλάκτωμα ασβέστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρόχρωμα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 59υποχρωματίζω — Μ [χρωματίζω] ὑποχρώννυμι* …

    Dictionary of Greek

  • 60υποχρώννυμι — Α (συν. το παθ.) ὑποχρώννυμαι χρωματίζομαι ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] …

    Dictionary of Greek