χρωματίζω

  • 41μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… …

    Dictionary of Greek

  • 42μπογιατίζω — και μπογιαντίζω 1. βάφω, χρωματίζω με ελαιοχρώματα ή υδροχρώματα 2. (σχετικά με υποδήματα) επαλείφω με βερνίκι, βερνικώνω, στιλβώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boyadim, αόρ. τού boyamak] …

    Dictionary of Greek

  • 43μυριοχρωματισμένος — η, ο (Μ μυριοχρωματισμένος, η, ον) ζωγραφισμένος με πάρα πολλά και ποικίλα χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + χρωματισμένος (< χρωματίζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 44ξανθίζω — (ΑΜ ξανθίζω) [ξανθός] δίνω σε κάτι ξανθό χρώμα, καθιστώ κάτι ξανθό, ξανθαίνω νεοελλ. καβουρδίζω ελαφρά κάτι, ιδίως κρεμμύδι και αλεύρι, ώστε να πάρει χρυσαφί χρώμα νεοελλ. μσν. έχω ή αποκτώ ξανθό ή υπόξανθο χρώμα αρχ. 1. είμαι ξανθός ή κλίνω προς …

    Dictionary of Greek

  • 45ξεχρωματίζω — αποχρωματίζω, ξεβάφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + χρωματίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 46παραχρώννυμι — Α φθείρω, μεταβάλλω τη μουσική με τη χρωματική αρμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 47πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… …

    Dictionary of Greek

  • 48ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …

    Dictionary of Greek

  • 49προσαναχρώννυμαι — ΜΑ έρχομαι σε στενή επαφή με κάτι («τοῑς αὐτοῑς ἐπιτηδεύμασι καὶ διατριβαῑς περὶ ταύτὰ καὶ σπουδαῑς καὶ διαίταις... παραβάλλων καὶ προσαναχρωννύμενος», Πλούτ.) αρχ. 1. μεταδίδω σε κάποιον κάτι επικοινωνώντας με αυτόν («πλείονα δ ἃ μὴ πλάττοντες… …

    Dictionary of Greek

  • 50συγχροΐζω — Α συγχρῴζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χροΐζω «χρωματίζω»] …

    Dictionary of Greek