χρωματίζω
31θίγω — (ΑΜ θιγγάνω) 1. αγγίζω, ακουμπώ, άπτομαι, ψαύω 2. πλησιάζω, προσεγγίζω 3. ανακινώ κάποιο ζήτημα, κάνω λόγο γιά κάτι, αναφέρω κάτι («στο λόγο του έθιξε πολλά ζητήματα») 1. νεοελλ. μτφ. πειράζω, προσβάλλω («με τα λόγια του τόν έθιξε κατάκαρδα») 2.… …
32θωριάζω — [θωριά] βάζω χρώμα, χρωματίζω, συνδυάζω χρωματισμούς …
33καταβάπτω — (AM) 1. καταβυθίζω, εμβαπτίζω, μουσκεύω 2. διαποτίζω κάτι με βαφή, βάφω, χρωματίζω 3. βάφω με κόκκινο χρώμα, κοκκινίζω 4. παράγω κάτι με βαφή («καταβάπτειν χρυσόν», Δημοκρ.) …
34κατακιτρινίζω — [κατακίτρινος] 1. γίνομαι εντελώς κίτρινος, κιτρινίζω πάρα πολύ 2. καταχλωμιάζω, γίνομαι κάτωχρος 3. χρωματίζω κάτι εντελώς κίτρινο …
35καταπισσώ — καταπισσῶ, όω και αττ. τ. καταπιττῶ, όω (Α) 1. καλύπτω με πίσσα, πισσώνω 2. μτφ. χρωματίζω κάποιον με μαύρο χρώμα, μαυρίζω 3. αλείφω με πίσσα και καίω κάποιον για τιμωρία 4. αλείφω με πίσσα το δέρμα για να κάνω αποτρίχωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) *… …
36καταχρώζω — (AM) άλλος τ. τού καταχρώννυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρώζω «χρωματίζω»] …
37κατεπιχρώννυμι — (Μ) επικαλύπτω με χρώματα, καταχρωματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπιχρώννυμι «χρωματίζω»] …
38μελαίνω — (Α μελαίνω) κάνω κάτι μαύρο, μαυρίζω, χρωματίζω μαύρο («τὰς ὀφρῡς μελαίνει», Πολυδ.) αρχ. 1. (για κηλίδες αίματος) γίνομαι μαύρος, μαυρίζω 2. επιφέρω μελασμό, δηλαδή μελάνιασμα τών σαρκών τού σώματος 3. μτφ. καθιστώ κάτι ασαφές, σκοτεινό («ἔσθ… …
39μεταχρωματίζω — (Μ μεταχρωματίζω) χρωματίζω κάτι με διαφορετικό χρώμα από εκείνο που είχε πριν …
40μεταχρώννυμι — (Α) 1. μεταβάλλω το χρώμα ενός πράγματος 2. προσθέτω χρώμα σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] …