χρωματίζω

  • 21ανθίζω — (AM ἀνθίζω) νεοελλ. 1. (για φυτά) βγάζω άνθη, ανθοφορώ, είμαι γεμάτος λουλούδια 2. είμαι στην άνθησή μου, ακμάζω 3. ανθίζουμαι μυρίζομαι κάτι, υποπτεύομαι, διαισθάνομαι, καταλαβαίνω αρχ. 1. σκορπίζω άνθη, στολίζω με άνθη 2. καλλωπίζω διακοσμώ 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 22βαφτίζω — (AM βαπτίζω) 1. (για ιερέα) τελώ το μυστήριο του βαπτίσματος 2. βυθίζω σε νερό ή άλλο υγρό («βάφτισε ο παπάς τον σταυρό στη λεκάνη», «ὁ διάβολος βαπτίσας τὸν ἀκροατήν ὕπνῳ») μσν. νεοελλ. 1.βαφτίζω κάποιον ως ανάδοχος («αναδέχομαι εκ της… …

    Dictionary of Greek

  • 23εισγράφω — εἰσγράφω και ἐσγράφω (Α) 1. γράφω, καταγράφω κάπου 2. (για ζωγραφική) χρωματίζω …

    Dictionary of Greek

  • 24εναλείφω — ἐναλείφω (Α) 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω με κάτι («τοὺς πόδας τῶν τρυφώντων ἐναλείφειν μύροις», Αθήν.) 2. χρωματίζω μέσα σε ιχνογραφημένο σχέδιο («ἐναλείφουσι τοῑς χρώμασι τὸ ζῷον», Αριστοτ.) 3. (το ουδ. μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὸ ἐναλειφθέν η… …

    Dictionary of Greek

  • 25εξανθίζω — και εξανθώ, έω (AM ἐξανθίζω) 1. κάνω κάτι ν ανθίσει 2. μέσ. κόβω άνθη, μαζεύω λουλούδια 3. ανθολογώ, διαλέγω, σχηματίζω ανθολογία αρχ. 1. (γεν. και μτφ.) στολίζω με άνθη, χρωματίζω με ανθηρά, ποικίλα χρώματα και γενικά στολίζω, κοσμώ, διακοσμώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 26επαλείφω — (AM ἐπαλείφω, Μ και έφαλείφω) αλείφω, επιχρίω, καλύπτω μια επιφάνεια με λιπαρή κυρίως ουσία μσν. «δώροις ἐφαλείφω» γεμίζω κάποιον με δώρα αρχ. 1. μτφ. προπαρασκευάζω, προαλείφω 2. παρακινώ, παροξύνω κάποιον 3. (για μέθη) εξάπτω, ερεθίζω 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 27επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… …

    Dictionary of Greek

  • 28επιχραίνω — ἐπιχραίνω (Α) προκαλώ αλλαγή χρώματος στο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χραίνω «χρωματίζω, κηλιδώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 29επιχρώζω — ἐπιχρῴζω (Α) βλ. επιχρώννυμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρῴζω «αγγίζω την επιφάνεια, χρωματίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 30επιχρώννυμι — ἐπιχρώννυμι και ἐπιχρωνύω (Α) καλύπτω την επιφάνεια με χρώμα («οὐκ ἄχρι τοῡ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ’ ἐς βάθος... φαρμάκοις... καταβαφεῑσα») 2. παθ. ἐπιχρώννυμαι έχω την επιφάνεια μόνο βαμμένη, παρέχω επιπόλαια μόνο την εντύπωση ότι («οἱ δὲ ὄντως… …

    Dictionary of Greek