χρωματίζω
11προσεπιχραίνω — Μ χρωματίζω ακόμη περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιχραίνω «χρωματίζω»] …
12προσχρώννυμι — Α 1. χρωματίζω κάτι με επάλειψη ή με τρίψιμο 2. μτφ. δίνω μαύρο χρώμα («Λακεδαιμονίους ὑποπεσόντας... τῷ γραφείῳ προσέχρωσε», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χρώννυμι «χρωματίζω»] …
13συγκαταχρώννυμι — Α χρωματίζω μαζί, βάφω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταχρώννυμι «χρωματίζω εντελώς, βάφω»] …
14συνδιαχρώννυμαι — ή συνδιαχρώζω Μ χρωματίζω κάτι αναμιγνύοντας δύο ή περισσότερα χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διά + χρώννυμι / χρώζω «χρωματίζω»] …
15χρωμάτισμα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χρωματίζω, το να δίνει κανείς χρώμα σε κάτι, βάψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Αντώνιο Φατσέα] …
16υδροχρωματίζω — υδροχρωμάτισα, υδροχρωματίστηκα, υδροχρωματισμένος, μτβ. 1. χρωματίζω με υδρόχρωμα (βλ. λ., 2). 2. χρωματίζω με υδρόχρωμα (βλ. λ., 3) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
17διαχρωματιζομένας — διαχρωματιζομένᾱς , διά χρωματίζω colour pres part mp fem acc pl διαχρωματιζομένᾱς , διά χρωματίζω colour pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …
18άχρωστος — ἄχρωστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν τον έχει αγγίξει κανείς, άθικτος 2. άχρωμος, αχρωμάτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + (θέμα) χρωσ , χρώζω χρώννυμι «αγγίζω, χρωματίζω»] …
19αλκοόλ — Βλ. λ. οινόπνευμα. Διάφορα είδη αλκοολούχων ποτών. * * * το διεθνής λέξη που σημαίνει το απόσταγμα τού κρασιού και τών στεμφύλων, δηλαδή το οινόπνευμα τών οινοπνευματούχων ποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < alcohol, νεολατιν. επιστημον. όρος < μσν. λατ.… …
20αναχρώννυμι — ἀναχρώννυμι (AM) μσν. μέσ. συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι αρχ. 1. δίνω νέο χρώμα, χρωματίζω 2. μεταδίδω οσμή 3. μολύνω, μιαίνω …