χρυσίῳ

  • 1χρυσίω — χρῡσίω , χρύσεος golden masc/neut nom/voc/acc dual (aeolic) χρῡσίω , χρύσεος golden masc/neut gen sg (doric aeolic) χρῡσίω , χρυσίον a piece of gold neut nom/voc/acc dual χρῡσίω , χρυσίον a piece of gold neut gen sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2χρυσίῳ — χρῡσίῳ , χρύσεος golden masc/neut dat sg (aeolic) χρῡσίῳ , χρυσίον a piece of gold neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3χρυσώνω — χρυσῶ, όω, ΝΜΑ [χρυσός (Ι)] 1. επικαλύπτω επιφάνεια με φύλλα χρυσού ή με επίχρισμα χρυσού ή με χρυσόσκονη ή υποκατάστατό της, επιχρυσώνω (α. «έταξα να τού χρυσώσω την εικόνα» β. «ἐπὶ στύλων... κεχρυσωμένων χρυσίῳ», ΠΔ γ. «Παλλαδίων χρυσουμένων»,… …

    Dictionary of Greek

  • 4επιχαίνω — ἐπιχαίνω (Α) [χαίνω] 1. χάσκω, κοιτάζω κάτι με ανοιχτό το στόμα («ἄποτοι καὶ ἄγευστοι καὶ ξηροὶ τὸ στόμα, ἐπικεχηνότες μόνον τῷ χρυσίῳ», Λουκιαν.) 2. επιθυμώ με πάθος κάτι 3. κοροϊδεύω, πειράζω κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 5περισιαλώ — όω, Α διακοσμώ, κεντώ κάτι ολόγυρα («ἐποίησαν τοὺς λίθους τῆς σμαράγδου περισεσιαλωμένους χρυσίῳ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σιαλῶ «στιλβώνω, κάνω κάτι να λάμπει» (πρβλ. Ησύχ. «σιαλῶσαι ποικῖλαι»)] …

    Dictionary of Greek

  • 6χρυσιασμός — ὁ, Μ η χρυσή, ο ίκτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός + κατάλ. ιασμός δηλωτική ασθενείας, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *χρυσιῶ, άω (πρβλ. φθειρ ιασμός < φθειριῶ)] …

    Dictionary of Greek