χρηΐζω

  • 1χρηίζω — χρῄζω want pres subj act 1st sg χρῄζω want pres ind act 1st sg χρηΐζω , χρῄζω want pres subj act 1st sg (ionic) χρηΐζω , χρῄζω want pres ind act 1st sg (ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2χρηΐζω — Α (επικ. και ιων. τ.) βλ. χρήζω …

    Dictionary of Greek

  • 3χρήζω — χρῄζω, ΝΑ, και χρηϊίζω και επικ. και ιων. τ. χρηΐζω και δωρ. τ. χρῄσδω και δωρ. και μεγαρικός τ. χρῄδδω και χρείζω και σπάν. τ. χρήζω και σε επιγρ. χρηϊέζω Α έχω χρεία, έχω ανάγκη, χρειάζομαι (α. «δε χρήζει τού κύκλου τα στρατέματα», Ερωτόκρ. β.… …

    Dictionary of Greek