χρηστὸς οἶνος
1χρηστοοινώ — έω, Α (για τόπο) παράγω καλής ποιότητας κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + οινῶ (< οἶνος), πρβλ. ἡδυ οινῶ] …
1χρηστοοινώ — έω, Α (για τόπο) παράγω καλής ποιότητας κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + οινῶ (< οἶνος), πρβλ. ἡδυ οινῶ] …