χρηστής
1χρήστης — one who gives masc nom sg …
2χρήστης — ο, ΝΜΑ, και σε επιγρ. τ. χρείστης Α νεοελλ. 1. άτομο που χρησιμοποιεί κάτι 2. (ιδίως νομ.) πρόσωπο που δικαιούται τη χρήση ενός πράγματος μσν. αρχ. πρόσωπο που δανείζει χρήματα, ο δανειστής αρχ. 1. προφήτης 2. άτομο που δανείζεται χρήματα.… …
3χρηστῆς — χρηστός useful fem gen sg (attic epic ionic) …
4χρῆσται — χρήστης one who gives masc nom pl …
5χρήσταις — χρήστης one who gives masc dat pl …
6χρήστη — χρήστης one who gives masc voc sg …
7χρήστην — χρήστης one who gives masc acc sg (attic epic ionic) …
8χρήστου — χρήστης one who gives masc gen sg …
9χρήστων — χρήστης one who gives masc gen pl …
10χρήστῃ — χρήστης one who gives masc dat sg (attic epic ionic) …
Страницы