χρησμός
1χρησμός — oracular response masc nom sg …
2χρησμός — ο, ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησζμός Α απάντηση μαντείου, προφητεία για τα μέλλοντα νεοελλ. μτφ. διφορούμενη και ασαφής έκφραση αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) α) «τιμωρία» β) (στην αιτ.) χρησμόν «κλύδωνα» 2. φρ. α) «εὔτεκνοι χρησμοί» προφητείες σχετικές με… …
3χρησμός — ο 1. μαντεία, προφητεία. 2. διφορούμενη έκφραση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4χρησμοῖς — χρησμός oracular response masc dat pl …
5χρησμοῖσι — χρησμός oracular response masc dat pl (epic ionic aeolic) …
6χρησμοῖσιν — χρησμός oracular response masc dat pl (epic ionic aeolic) …
7χρησμοί — χρησμός oracular response masc nom/voc pl …
8χρησμοῦ — χρησμός oracular response masc gen sg …
9χρησμούς — χρησμός oracular response masc acc pl …
10χρησμῶ — χρησμός oracular response masc gen sg (doric aeolic) …