χρησμός

  • 91χρησμηγόρος — ον, Α αυτός που απαγγέλλει χρησμούς, μάντης, προφήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + ηγόρος (< ἀγορά), πρβλ. δημ ηγόρος, ἐτυμ ηγόρος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 92χρησμογράφιον — τὸ, Α υπηρεσία καταγραφής χρησμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + γράφιον (< γράφος*)] …

    Dictionary of Greek

  • 93χρησμοδότημα — ήματος, το, ΝΜΑ [χρησμοδοτῶ] απάντηση μαντείου, χρησμός …

    Dictionary of Greek

  • 94χρησμοδότης — ο, ΝΜΑ, θηλ. χρησμοδότισσα Ν, και χρησμοδότις, ιδος, Μ δότης χρησμών, μάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης, πλουτο δότης] …

    Dictionary of Greek

  • 95χρησμοδόχος — ο, Ν αυτός που παίρνει χρησμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος] …

    Dictionary of Greek

  • 96χρησμολάλος — ον, Α χρησμολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + λάλος (πρβλ. θρηνο λάλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 97χρησμολέσχης — ὁ, Α χρησμολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + λέσχης (< λέσχη «συζήτηση, συνομιλία»), πρβλ. λογο λέσχης] …

    Dictionary of Greek

  • 98χρησμολόγιο — το / χρησμολόγιον, ΝΑ [χρησμολόγος] νεοελλ. βιβλίο με χρησμούς, με προφητείες για το μέλλον αρχ. προφητεία, χρησμός …

    Dictionary of Greek

  • 99χρησμολόγος — ο / χρησμολόγος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαγγέλλει χρησμούς, μάντης 2. αυτός που ερμηνεύει χρησμούς νεοελλ. 1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η χρησμολόγος άτομο που συλλέγει χρησμούς, προκειμένου να τούς μελετήσει 2. πρόσωπο που αρέσκεται στην… …

    Dictionary of Greek

  • 100χρησμολύτης — ο, ΝΜ αυτός που ερμηνεύει χρησμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + λύτης (< λύω), πρβλ. σημειο λύτης, ὠδινο λύτης] …

    Dictionary of Greek