χρησμός

  • 81χρή — (I) και χρή, ἡ, Α 1. σπαν. χρεία, ανάγκη 2. φρ. «χρῆ σται» ή «χρἦσται» (ως μέλλοντας τού ρ. χρή) θα είναι αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή]. (II) ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α απρόσ. (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χρῆν η μοίρα, το πεπρωμένο αρχ. 1. είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 82χρήμα — Είναι το μέσο που χρησιμεύει ως κοινό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών. Σε αυτό βασίζεται η λειτουργία του μηχανισμού των τιμών, που κατευθύνει την παραγωγή και την κατανάλωση, και γι’ αυτό ακριβώς το χ. αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της… …

    Dictionary of Greek

  • 83χρήση — η / χρῆσις, ήσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος Α χρησιμοποίηση, μεταχείριση νεοελλ. φρ. «οικονομική χρήση» έννοια συναφής με εκείνην τού οικονομικού έτους, αλλά διευρυμένη, ώστε να περιλαμβάνει τον επί πλέον απαιτούμενο χρόνο για την είσπραξη τών… …

    Dictionary of Greek

  • 84χρήσμιος — ίη, ον, Α [χρησμός] χρήσιμος …

    Dictionary of Greek

  • 85χρεώ — και επικ. τ. χρειώ, όος και οῡς, ἡ, και σπαν. τ. ουδ. χρεώ, τὸ, Α 1. χρεία, ανάγκη 2. στέρηση, έλλειψη 3. επιθυμία για κάτι 4. προφητεία, χρησμός («χρειὼ θεσπίζων μεταμώνιον», Ανθ. Παλ.) 5. ενασχόληση 6. μτφ. μοίρα 7. φρ. α) «χρειὼ γίγνεται [ή… …

    Dictionary of Greek

  • 86χρηματισμός — ο, ΝΜΑ [χρηματίζω, ομαι] πρόσκτηση χρημάτων με αθέμιτα μέσα μσν. 1. εποχή, χρονική περίοδος 2. προνόμιο αρχ. 1. διαχείριση δημόσιων, εμπορικών ή πολιτικών υποθέσεων 2. σύσκεψη, παροχή ακρόασης σε κάποιον και συζήτηση μαζί του («αἱ ἐντεύξεις τῶν… …

    Dictionary of Greek

  • 87χρησζμός — ὁ, Α (σε επιγρ.) βλ. χρησμός …

    Dictionary of Greek

  • 88χρησμήτωρ — ορος, ὁ, Α χρησμηγόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *χρησμῶ + κατάλ. τωρ (πρβλ. ἡγή τωρ)] …

    Dictionary of Greek

  • 89χρησμαγόρης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) χρησμοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + αγόρης (< ἀγορά), πρβλ. ὑψ αγόρης] …

    Dictionary of Greek

  • 90χρησμεύω — Α [χρησμός] προφητεύω τα μέλλοντα, χρησμοδοτώ …

    Dictionary of Greek