χρησμός

  • 71ρήση — η / ῥῆσις, εως, ΝΑ, και αρκαδ. τ. Fρήσις και ιων. τ. γεν. ιος Α λόγος, ομιλία («μακρὰν ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις», Αισχύλ.) νεοελλ. απόφθεγμα, ρητό («ρήσεις μεγάλων ανδρών») αρχ. 1. απόφαση, ψήφισμα 2. ομιλία, σε αντιδιαστολή προς την ανάγνωση 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 72συμβουλία — και συμβουλεία και ιων. τ. συμβουλίη, ἡ, ΜΑ [σύμβουλος / συμβουλεύω] σύσκεψη, ανταλλαγή απόψεων και υποδείξεων αρχ. 1. συμβουλή για δημόσια πράγματα («ἡ Περιάνδρου Θρασυβούλῳ συμβουλία», Αριστοτ.) 2. χρησμός 3. παράγγελμα …

    Dictionary of Greek

  • 73συνταγή — (Ιατρ.). Γραπτές οδηγίες που αφορούν την ποιότητα, τη δόση, τη μορφή των φαρμάκων ή τον τρόπο παρασκευής τους. Οι οδηγίες γράφονται σε φύλλα χαρτιού, που στην κορυφή του έχει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του γιατρού. Σ’ αυτήν αναφέρεται η… …

    Dictionary of Greek

  • 74τίσις — εως, ἡ, Α [τίνω] 1. ανταπόδοση, εκδίκηση («ἦλθε χρησμὸς ὡς τίσις ἥξει ἀπὸ θαλάσσης χαλκέων ἀνδρῶν ἐπιφανέντων», Ηρόδ.) 2. (με καλή και κακή σημ.) δύναμη για ανταπόδοση ή ανταμοιβή («Ζεύς μοι τῶν τε φίλων δοίη τίσιν... τῶν τ ἐχθρῶν», Θέογν.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 75τρίπτερος — η, ο / τρίπτερος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τρία φτερά, τρεις πτέρυγες (α. «τρίπτερη έλικα» β. «τρίπτερος ἀρχή», χρησμός στον Πρόκλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τρίπτερο βοτ. κοινή ονομασία τού γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών πόνκιρος. [ΕΤΥΜΟΛ …

    Dictionary of Greek

  • 76φάτις — εως και ιων. τ. ιος, ἡ, Α 1. ανθρώπινη φωνή, ομιλία, λόγος 2. είδηση, φήμη («αὐγὴν πυρὸς φέρουσαν ἐκ Τροίας φάτιν», Αισχύλ.) 3. αντικείμενο φήμης, θέμα ομιλίας («φάτιν ἄφραστον», Σοφ.) 4. φωνή από τον ουρανό ή από μαντείο, χρησμός («ἀπὸ...… …

    Dictionary of Greek

  • 77φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… …

    Dictionary of Greek

  • 78φημοσύνη — ἡ, Α χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῆμα* + κατάλ. σύνη*. Το μο τού τ. έχει πιθ. προέλθει από παλαιότερη απόδοση τού mn (> μᾰ)] …

    Dictionary of Greek

  • 79φιλόχρησμος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν οι χρησμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χρησμός] …

    Dictionary of Greek

  • 80φοίβασμα — άσματος, τὸ, Μ [φοιβάζω] προφητεία, χρησμός …

    Dictionary of Greek