χρησμός
61μαντεμός — μαντεμός, ὁ (Μ) [μαντεύω] προφητεία, χρησμός …
62μαντεύω — (AM μαντεύω, Α και μαντεύομαι, Μ και μαντεύγω) [μάντης] 1. προλέγω τα μέλλοντα ή αποκαλύπτω τα άγνωστα, χρησμοδοτώ, προφητεύω (α. «τί μοι θάνατον μαντεύεται», Ομ. Ιλ. β. «φήμην ἀγαθὴν μαντεύομαι», Πλάτ.) 2. εικάζω, πιθανολογώ, προμαντεύω,… …
63μυστικισμός — Φιλοσοφικο θρησκευτική στάση, που επιζητεί, αντίθετα προς κάθε ορθολογική ή ενορατική μεσολάβηση, την άμεση προσέγγιση με το θείο· ο όρος μυστικισμός προέρχεται από τη λέξη μύστης, που σήμαινε εκείνον, ο οποίος ξεπερνώντας τις παραδοσιακές… …
64νεκρομαντεία — Mαντική τεχνική, στην οποία ο χρησμός λαμβάνεται από έναν νεκρό, την επέμβαση του οποίου επικαλούνται οι άνθρωποι κατά διάφορους τρόπους· οι αρχαίοι την έλεγαν και νεκυομαντεία, από τη λέξη νέκυια, που σήμαινε τη σχετική μαγική τελετή. Κλασικό… …
65ομφή — (I) ὀμφή, ἡ (Α) 1. φωνή θεού 2. χρησμός που δίδεται από το εσωτερικό ιερού τόπου, μαντείου («βίον κατ ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος δότε πέρασιν», Σοφ.) 3. γλυκιά και μελωδική, αρμονική φωνή 4. φωνή, ήχος («μύθων τ αὐδαθέντων δέξαιτ ὀμφάν», Ευρ.) 4. (κατά… …
66ομφοδότης — ὀμφοδότης, ὁ (Μ) φρ. «ὀμφοδότης ὁ θεός» ο θεός που παρέχει χρησμό, μαντεία (Θεόδ. Λάσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφή (Ι) «φωνή θεού, χρησμός» + δότης (< δίδωμι), πρβλ. ολβο δότης, χρησμο δότης] …
67προφητεία — η, ΝΜΑ [προφητεύω] 1. το να προφητεύει κανείς, το να προλέγει τα μέλλοντα με θεία έμπνευση (α. «είχε το χάρισμα τής προφητείας» β. «διδασκαλίαν ὡς προφητείαν ἐκχεῶ», ΠΔ. γ. «χάρισμα δ οἶδα πνεύματος θείαν δόσιν. κήρυγμ ἀδήλων τὴν προφητείαν λέγω» …
68προφοίβασμα — άσματος, τό, Α [προφοιβάζω] χρησμός, προφητεία …
69πτερυγωτός — ή, ό / πτερυγωτός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει πτέρυγες ή πτερύγια (α. «δίπουν καὶ πτερυγωτόν», Αριστοφ. β. «χρησμὸς πτερυγωτός», Αριστοφ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πτερυγωτός (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος αρθροπόδων που ανήκει στην τάξη… …
70πυθόχρηστος — ον, αρσ. και πυθοχρήστης και δωρ. τ. πυθοχρήστας, Α 1. αυτός που χρησμοδοτήθηκε από τον Πύθιο Απόλλωνα («πυθόχρηστοι νόμοι», Ξεν.) 2. αυτός που ορίστηκε με πυθικό χρησμό («πυθόχρηστος ἀποικίας ἡγεμών» Πλούτ.) 3. (το αρσ.) προσωνυμία τού Διονύσου… …