χρησμός

  • 41Περσέας — I Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, γιος της Δανάης και του Δία. Ο παππούς του Ακρίσιος, βασιλιάς του Άργους, στον οποίο ένας χρησμός είχε προείπει το θάνατο από το χέρι του εγγονού του, τον έκλεισε μαζί με τη μητέρα του σε μια λάρνακα και τους… …

    Dictionary of Greek

  • 42άδραστος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Άργους, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, κόρης του Άβαντα. Αδελφοί του ήταν ο Παρθενοπαίος, ο Πρώναξ, o Μηκιστεύς κι ο Αριστόμαχος. Αδελφή του ήταν η Εριφύλη. O Ταλαός σκοτώθηκε από τον συγγενή του… …

    Dictionary of Greek

  • 43έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …

    Dictionary of Greek

  • 44ήξω — (AM ἥξω) (μέλλ. τού ήκω) φρ. «ἡξεις αφήξεις» λέγεται για διφορούμενα και ασαφή πράγματα (α. «πού να τόν καταλάβεις, όλο ήξεις αφήξεις τά λέει» β. «ἥξεις ἀφήξεις οὐ θνήξεις ἐν πολέμῳ» χρησμός με τον οποίο η Πυθία προφήτευε τον θάνατο ή τη διάσωση… …

    Dictionary of Greek

  • 45αγκύλιο — Μικρή ασπίδα που είχε πέσει, κατά τη μυθολογία, από τον ουρανό της Ρώμης επί βασιλείας του Νουμά. Ένας χρησμός ανέφερε πως η έδρα της αυτοκρατορίας θα βρισκόταν πάντα εκεί όπου θα υπήρχε στο μέλλον αυτή η ασπίδα. Ο Νουμάς έβαλε τότε τον επιδέξιο… …

    Dictionary of Greek

  • 46ακάρπωτος — η, ο (Α ἀκάρπωτος, ον) αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος νεοελλ. αυτός που δεν έχει μεστώσει «ακάρπωτα κουκιά» ΙΙ αρχ. 1. αδούλευτος, ακαλλιέργητος («ἀκάρπωτος γῆ», Θεόφρ.) 2. ανώφελος, μάταιος «νίκας ἀκάρπωτον χάριν» (Σοφ. Αί. 176) 3. ο… …

    Dictionary of Greek

  • 47αλεός — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αφείδαντα και εγγονός του Αρκάδα, ιδρυτής της Αλέας, τοπικός ήρωας της Τεγέας και βασιλιάς της Αρκαδίας. Πατέρας του Λυκούργου, του Αμφιδάμαντα και του Κηφέα, καθώς και της Αύγης, ιέρειας της Αθηνάς, που έγινε μητέρα… …

    Dictionary of Greek

  • 48αυδή — αὐδή, η (Α) 1. ομιλία, ανθρώπινη φωνή 2. (για το τόξο, τη σάλπιγγα, τον τζίτζικα) ήχος, τριγμός, κλαγγή 3. φήμη, διάδοση 4. άσμα, ωδή 5. φωνή του θεού, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυδή (βασική σημασία «ανθρώπινη φωνή»), που μαρτυρείται ήδη από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 49βάξις — βάξις, η (Α) [βάζω (II)] 1. λόγος, χρησμός 2. αγγελία, φήμη …

    Dictionary of Greek

  • 50γόρδιος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ωςοικιστής της αρχαίας Φρυγίας. Κατά την παράδοση, ήταν φτωχός γεωργός που, καθώς καλλιεργούσε τον αγρό του, είδε να κάθεται πάνω στο άροτρό του ένας αετός. Μια νέα μάντισσα της Τελμησσού τον παρακίνησε να… …

    Dictionary of Greek