χρησμός
101χρησμοπευστώ — έω, Α συμβουλεύομαι μαντείο, ζητώ χρησμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + πευστῶ (< πευστος < πευστός < πεύθομαι / πυνθάνομαι* «πληροφορούμαι»), πρβλ. φιλο πευστῶ] …
102χρησμοποιός — όν, ΜΑ αυτός που γράφει χρησμούς σε στίχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + ποιός*] …
103χρησμοσύνη — ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. χρημοσύνη Α έλλειψη, χρεία αρχ. 1. επίμονη παράκληση 2. υπηρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χρημοσύνη, με δυσερμήνευτο σ . Η σύνδεση τού τ. με τη λ. χρησμός είναι εσφ.] …
104χρησμοφόρος — ο / χρησμοφόρος, ον, ΝΑ αυτός που φέρνει χρησμούς, προφητείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + φόρος*] …
105χρησμοφύλαξ — ακος, ὁ, Α άτομο επιφορτισμένο με τη φύλαξη χρησμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + φύλαξ] …
106χρησμωδία — ἡ, ΜΑ [χρησμῳδός] απάντηση μαντείου, χρησμός που δίνεται με μορφή τραγουδιού αρχ. θεϊκή ρήση …
107χρησμωδός — ο / χρησμῳδός, όν, ΝΜΑ αυτός που διατυπώνει χρησμούς με τη μορφή τραγουδιού νεοελλ. αυτός που ασχολείται με την ερμηνεία χρησμών αρχ. 1. (ως προσωνυμία τής Σφίγγας και τού Απόλλωνος) προφητικός 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χρησμῳδός μάντης, προφήτης.… …
108χρησμώδημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [χρησμῳδῶ] χρησμός, προφητεία …
109χρησμώδης — ῶδες, Α [χρησμός] όμοιος με χρησμό, μαντικός …
110χρηστήριον — τὸ, Α 1. τόπος όπου δίνονται χρησμοί, μαντείο 2. έδρα μαντείου 3. απάντηση μαντείου, χρησμός 4. η προσφορά εκείνου που ζητούσε χρησμό, η θυσία 5. ο κυρίως ναός, ο σηκός 6. μτφ. το θύμα, το θυσιασμένο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήστης «μάντης» + επίθημα… …