χρηματιστής
1χρηματιστής — money getter masc nom sg …
2χρηματιστής — ο, ΝΑ [χρηματίζω] νεοελλ. πρόσωπο που ασχολείται με χρηματιστηριακές εργασίες και, σύμφωνα με τον νόμο, θεωρείται έμπορος που ασκεί δημόσιο λειτούργημα αρχ. 1. αυτός που ασχολείται με τον προσπορισμό χρημάτων 2. (στην Αίγυπτο) δικαστής …
3χρηματιστής — ο 1. αυτός που κάνει χρηματιστηριακές εργασίες. 2. μεσίτης ή αντικριστής του χρηματιστηρίου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4χρηματισταῖς — χρηματιστής money getter masc dat pl …
5χρηματισταί — χρηματιστής money getter masc nom/voc pl …
6χρηματιστοῦ — χρηματιστής money getter masc gen sg …
7χρηματιστῇ — χρηματιστής money getter masc dat sg (attic epic ionic) …
8χρηματιστήν — χρηματιστής money getter masc acc sg (attic epic ionic) …
9χρηματιστῶν — χρηματιστής money getter masc gen pl …
10χρηματιστάς — χρηματιστά̱ς , χρηματιστής money getter masc acc pl χρηματιστά̱ς , χρηματιστής money getter masc nom sg (epic doric aeolic) …
- 1
- 2