χρηματιστής

  • 11μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …

    Dictionary of Greek

  • 12σημαδάριος — ὁ, Μ χρηματιστής ή τραπεζίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημάδιον «ενέχυρο» + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. σιλεντι άριος] …

    Dictionary of Greek

  • 13σοφιστής — ο, ΝΑ, θηλ. σοφίστρια Α 1. (στην κλασ. αρχαιότητα) δάσκαλος με ευρεία παιδεία που συνήθως περιόδευε στον ελληνόφωνο κόσμο προσφέροντας τις γνώσεις του και διδάσκοντας έναντι αμοιβής ανώτερα μαθήματα γραμματικής, φυσικών επιστημών, ποίησης,… …

    Dictionary of Greek

  • 14φιλοχρηματιστής — ὁ, Α αυτός που επιθυμεί έντονα την απόκτηση χρημάτων, περιουσίας («ἀντὶ δὴ φιλονείκων καὶ φιλοτίμων ἀνδρῶν φιλοχρηματισταὶ καὶ φιλοχρήματοι», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χρηματιστής «αυτός που ασχολείται με χρηματικές εργασίες, με… …

    Dictionary of Greek

  • 15χρηματομεσίτης — ο, Ν 1. μεσίτης που προμηθεύει δάνεια 2. χρηματιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] …

    Dictionary of Greek

  • 16Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 17Μιρμπό, Οκτάβ — (Octave Mirbeau, 1848 – 1917). Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από νορμανδική οικογένεια. Σπούδασε στο λύκειο των Βαν, που διευθύνονταν από Ιησουΐτες. Ο Μ. άρχισε τη σταδιοδρομία του ως θεατρικός κριτικός και με την ιδιότητά του αυτή συνεργάστηκε με …

    Dictionary of Greek

  • 18Ντράιζερ, Θίοντορ — (Theodore Dreiser, Τερ Οτ, Ιντιάνα 1871 – Χόλιγουντ 1945). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος Γερμανού εργάτη που είχε μεταναστεύει στις ΗΠΑ, πέρασε δυστυχισμένα και φτωχικά παιδικά χρόνια· σπούδασε κάτω από ανώμαλες συνθήκες και άρχισε πολύ νωρίς να… …

    Dictionary of Greek

  • 19Ραϊφάιζεν, Φρειδερίκος-Γουλιέλμος — (Raοffeisen, 1818 – 1888). Γερμανός κοινωνιολόγος και χρηματιστής, ιδρυτής των γερμανικών πιστωτικών συνεταιρισμών. Διετέλεσε διοικητικός υπάλληλος μέχρι το 1865, οπότε παραιτήθηκε και αφιερώθηκε στο εμπόριο. Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης… …

    Dictionary of Greek

  • 20ՊԻՏԱՌ — ( ) NBH 2 0650 Chronological Sequence: Unknown date ա. Որպէս թէ պէտս անօղ. կամ առեալ ʼի պէտս շահեկանս. այն է Հրամանահան. պատգամատու. վկայ հաւատարիմ, կամ օգտակար եւ շահավաճառ. իբր յն. χρησμοδός qui oracula edit. կամ χρεώδης, χρήσιμος utilis եւ… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)