χρηματίζω el
1χρηματίζω — χρηματίζω, χρημάτισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: χρηματίζω – χρηματίζομαι : η έννοια διαφοροποιείται. Το χρηματίζω σημαίνει → ασκώ (κυρίως δημόσια) υπηρεσία. Το χρηματίζομαι → δωροδοκούμαι …
2χρηματίζω — negotiate pres subj act 1st sg χρηματίζω negotiate pres ind act 1st sg …
3χρηματίζω — ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησματίζω Α [χρῆμα, χρήματος] μέσ. χρηματίζομαι κερδίζω χρήματα με αθέμιτα μέσα νεοελλ. ασκώ μια ιδιωτική ή δημόσια υπηρεσία, διατελώ («έχει χρηματίσει δήμαρχος») μσν. 1. καλώ, ονομάζω 2. (μτβ. και αμτβ.) α) υπολογίζω ή… …
4χρηματίζω — χρημάτισα, χρηματίστηκα 1. στην ενεργ. φωνή μόνο ο αόρ. είναι σε χρήση και σημαίνει άσκησα δημόσια υπηρεσία, υπήρξα: Χρημάτισε υπουργός στην κυβέρνηση Βενιζέλου. 2. το μέσο, χρηματίζομαι σημαίνει κερδίζω χρήματα, δωροδοκούμαι: Αποδείχτηκε πως… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5κεχρηματισμένα — χρηματίζω negotiate perf part mp neut nom/voc/acc pl κεχρηματισμένᾱ , χρηματίζω negotiate perf part mp fem nom/voc/acc dual κεχρηματισμένᾱ , χρηματίζω negotiate perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6χρηματίζετε — χρηματίζω negotiate pres imperat act 2nd pl χρηματίζω negotiate pres ind act 2nd pl χρηματίζω negotiate imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
7χρηματίζῃ — χρηματίζω negotiate pres subj mp 2nd sg χρηματίζω negotiate pres ind mp 2nd sg χρηματίζω negotiate pres subj act 3rd sg …
8χρηματίσουσι — χρηματίζω negotiate aor subj act 3rd pl (epic) χρηματίζω negotiate fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χρηματίζω negotiate fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
9χρηματίσουσιν — χρηματίζω negotiate aor subj act 3rd pl (epic) χρηματίζω negotiate fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χρηματίζω negotiate fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
10χρηματίσω — χρηματίζω negotiate aor subj act 1st sg χρηματίζω negotiate fut ind act 1st sg χρηματίζω negotiate aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …