χρημάτων

  • 71ήκω — ἥκω (AM) (ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.) 1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.) 2. εξαρτώμαι από… …

    Dictionary of Greek

  • 72ήττων — ον (AM ἥττων, αρχαιότ. αττ. τ. ἥσσων, ον, ιων. τ. ἕσσων, ον) (συγκρ. τού κακός και μικρός) 1. μικρότερος, λιγότερος 2. υποδεέστερος, υπολειπόμενος, κατώτερος, παρακατιανός («ούδενὸς ἥττων γνῶναι» κανενός κατώτερος στο να κρίνει, Θουκ.) 3. (το ουδ …

    Dictionary of Greek

  • 73ίππερος — ἵππερος, ὁ (Α) αλογομανία, ιππομανία, έρωτας για τους ἵππους («ἵππερόν μου κατέχειν τῶν χρημάτων» έριξε αλογομανία σαν ίκτερο στα χρήματά μου, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λογοπαίγνιο τού Αριστοφ.: ἵππερος < ἵππος + κατάλ. ερος τής ασθένειας ἴκτ ερος… …

    Dictionary of Greek

  • 74αβάκα — Φυτό της οικογένειας των μουσιδών, ιθαγενές των Φιλιππίνων. Η επιστημονική ονομασία του είναι μούσα η κλωστική. Έχει μεγάλη σημασία για τη βιομηχανία, γιατί από τον κολεό των φύλλων του βγαίνει η λεγόμενη κάνναβις της Μανίλας, κλωστικό υλικό… …

    Dictionary of Greek

  • 75αβανιά — Λέξη αραβικής προέλευσης, που σημαίνει συκοφαντία, ζημιά, βλάβη. Ειδικότερα, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, α. λεγόταν η συκοφαντική καταγγελία προς τα οθωμανικά δικαστήρια, είτε για λόγους εκδίκησης είτε για εκβιασμό. To οθωμανικό ποινικό δίκαιο… …

    Dictionary of Greek

  • 76αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …

    Dictionary of Greek

  • 77αγοράζω — (Α ἀγοράζω) αποκτώ, προμηθεύομαι κάτι έναντι χρημάτων, ψωνίζω νεοελλ. 1. προσπαθώ να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «τού παίρνω λόγια» 2. παθ. αγοράζομαι δωροδοκούμαι 3. (παθ. μτχ.) αγορασμένος, η, ο αυτός… …

    Dictionary of Greek

  • 78αγοραστός — ή, ό (Α ἀγοραστός, ή, ὸν) [ἀγοράζω] αυτός που αποκτήθηκε έναντι χρημάτων, ο αγορασμένος νεοελλ. αυτός που προέρχεται από την αγορά (σε αντίθεση με όσα υπάρχουν στο σπίτι και δεν αγοράζονται απ έξω) …

    Dictionary of Greek

  • 79αγωγικός — ἀγωγικός, ή, όν (Α) μόνο στο ουδέτερο «ἀγωγικά», στη φρ. «τῶν λεγομένων ἀγωγικῶν, ἤτοι παραπομπικῶν», τών χρημάτων που καταβάλλονται στην παραπομπή, τη συνοδεία (Ιουστινιάνειος Κώδικας 10, 30, 4) …

    Dictionary of Greek

  • 80αδεκαρία — η [αδέκαρος] απόλυτη έλλειψη χρημάτων, αψιλία, απενταρία, φτώχεια …

    Dictionary of Greek