1υπαλύσκω — Α διαφεύγω, ξεφεύγω («χρείος ὑπαλύξας», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀλύσκω «διαφεύγω, ξεφεύγω»] …
Dictionary of Greek