χρεῖος
1χρείος — (I) τὸ, Α (επικ. τ.) βλ. χρέος. (II) ον, ΜΑ, και χρῑος, ον, Α 1. αυτός που τού λείπουν πολλά πράγματα, ενδεής, φτωχός 2. αυτός που έχει την ανάγκη ενός πράγματος («λουτροῡ χρεῑός ἐστι», Λουκιαν.) αρχ. χρήσιμος σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει… …
2χρεῖος — χρέος that which one needs must pay neut nom/voc/acc sg χρεῖος masc/fem nom sg …
3χρεῖον — χρεῖος masc/fem acc sg χρεῖος neut nom/voc/acc sg …
4χρεῖα — χρεῖος neut nom/voc/acc pl …
5χρεῖε — χρεῖος masc/fem voc sg …
6χρεῖοι — χρεῖος masc/fem nom/voc pl …
7χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης …
8χρεῖ' — χρεῖο , χράω 2 proclaim pres opt mp 2nd sg (epic ionic) χρεῖαι , χράω 2 proclaim pres ind mp 2nd sg (epic ionic) χρεῖαι , χρεία need fem nom/voc pl χρεῖα , χρεῖος neut nom/voc/acc pl χρεῖε , χρεῖος masc/fem voc sg …
9χρείω — χρεί̱ω , χρεῖος masc/fem/neut nom/voc/acc dual χρεί̱ω , χρεῖος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …
10χρείως — χρεί̱ως , χρεῖος adverbial χρεί̱ως , χρεῖος masc/fem acc pl (doric) …
- 1
- 2