χρεωφειλέτης
1χρεωφειλέτης — debtor masc nom sg …
2χρεωφειλέτης — και χρεοφειλέτης, ο, ΝΑ πρόσωπο που έχει χρηματικές οφειλές, χρεώστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος/ χρεῖος + ὀφειλέτης. Το ω του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …
3χρεωφειλέται — χρεωφειλέτης debtor masc nom/voc pl χρεωφειλέτᾱͅ , χρεωφειλέτης debtor masc dat sg (doric aeolic) …
4χρεωφειλετῶν — χρεωφειλέτης debtor masc gen pl …
5χρεωφειλέταις — χρεωφειλέτης debtor masc dat pl …
6χρεωφειλέτην — χρεωφειλέτης debtor masc acc sg (attic epic ionic) …
7χρεωφειλέτου — χρεωφειλέτης debtor masc gen sg …
8χρεωφειλέτῃ — χρεωφειλέτης debtor masc dat sg (attic epic ionic) …
9χρεωφειλέτας — χρεωφειλέτᾱς , χρεωφειλέτης debtor masc acc pl χρεωφειλέτᾱς , χρεωφειλέτης debtor masc nom sg (epic doric aeolic) …
10επισαχθής — ἐπισαχθής, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «χρεωφειλέτης» …
- 1
- 2