χραίσμῃ
1χραίσμη — help fem nom/voc sg (attic epic ionic) χραισμέω ward off pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χραισμέω ward off imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
2χραίσμῃ — χραίσμη help fem dat sg (attic epic ionic) χραισμέω ward off aor subj mp 2nd sg (epic) χραισμέω ward off aor subj act 3rd sg (epic) …
3χραίσμη — ἡ, Α προστασία ή βοήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. χραισμῶ*] …
4χραισμῇ — χραισμέω ward off pres subj mp 2nd sg χραισμέω ward off pres ind mp 2nd sg χραισμέω ward off pres subj act 3rd sg …
5χραίσμῃσι — χραίσμη help fem dat pl (epic ionic) χραισμέω ward off aor subj act 3rd sg (epic) …
6χραίσμῃσιν — χραίσμη help fem dat pl (epic ionic) χραισμέω ward off aor subj act 3rd sg (epic) …
7ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… …
8χραίσμησις — ήσεως, ἡ, Α [χραισμῶ] χραίσμη* …
9χραισμήεις — εσσα, εν, Α χρήσιμος, ωφέλιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χραίσμη «προστασία, βοήθεια» + κατάλ. ήεις (βλ. και λ. όεις), πρβλ. τολμ ήεις] …
10χραισμήϊον — τὸ, Α μέσο βοήθειας ή θεραπείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χραίσμη «προστασία, βοήθεια» + κατάλ. ήϊον, ουδ. τής κατάλ. ήϊος (πρβλ. ἱερ ήϊον)] …
- 1
- 2