χραισμ-έω

  • 1χραῖσμ' — χραῖσμαι , χραίσμη help fem nom/voc pl χραῖσμε , χραισμέω ward off aor imperat act 2nd sg (epic) χραῖσμε , χραισμέω ward off aor ind act 3rd sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2χραισμώ — έω, Α (επικ. τ.) 1. απομακρύνω, αποκρούω κάτι το ολέθριο, το καταστρεπτικό για κάποιον («τῶν οὔ τις δύναται χραισμῆσαι ὄλεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. προστατεύω 3. παρέχω βοήθεια, ωφελώ («καὶ γὰρ σοι ποταμός γε πάρα μέγας, εἰ δύναται τι χραισμεῑν», Ομ. Ιλ …

    Dictionary of Greek