χρίμα
1χρῖμα — unguent neut nom/voc/acc sg …
2χρίμα — ίματος, τὸ, Α [χρίω] ευώδες μύρο, έλαιο κατάλληλο για επάλειψη, χρίσμα …
3Chrism — Gold vessel for chrism. The vessel is etched with the letters S.C. for sanctum chrisma. Chrism (Greek word literally meaning an anointing ), also called Myrrh (Myron), Holy anointing oil, or Consecrated Oil , is a consecrated oil used in the… …
4σύειος — εία, ον Α [σῡς] χοιρινός, γουρουνήσιος (α. «χρῑμα... σύειον», Ξεν. β. «σύεια δίκτυα» δίχτια θηρευτικά, βρόχοι, Αιν.) …
5χρίσμα — Το άλειμμα των πιστών με το άγιο μύρο. Στην Aνατ. Ορθόδοξη Εκκλησία το χ. ήταν από παλιά συνδεδεμένο με το μυστήριο του βαπτίσματος και αποτελούσε συμπλήρωμα και επιστέγασμά του. Μετά το βάπτισμα ο ιερέας χρίει το νήπιο που βαπτίζει στα μάτια,… …
6χριμάτων — χρῑμάτων , χρῖμα unguent neut gen pl …
7χρίμασι — χρί̱μασι , χρῖμα unguent neut dat pl …
8χρίματα — χρί̱ματα , χρῖμα unguent neut nom/voc/acc pl …
9χρίματι — χρί̱ματι , χρῖμα unguent neut dat sg …
10χρίματος — χρί̱ματος , χρῖμα unguent neut gen sg …
- 1
- 2