χρή τι κἀμὲ σταϑμᾶσϑαι

  • 1σταθμώ — (I) άω και ιων. τ. έω, Α [στάθμη] 1. μετρώ με τον κανόνα, εκτιμώ με μέτρηση («σταθμᾱτο... ἄλσος πατρί», Πίνδ.) 2. προσδιορίζω το βάρος ενός πράγματος, ζυγίζω («σταθμήσας... τὸ ὕδωρ κουφότερον πάντων εὗρον», Αθήν.) 3. (το μέσ.) σταθμῶμαι α) βρίσκω …

    Dictionary of Greek