χοός

  • 1χόος — ὁ, Α (ασυναίρ. τ.) βλ. χοῡς (Ι) …

    Dictionary of Greek

  • 2χοός — χοῦς 1 *Mens. masc gen sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3χόος — χοῦς 2 soil excavated masc nom sg (epic doric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4κοπροχόος — ο 1. αυτός που εκχέει, που εκβάλλει κόπρανα 2. φρ. «κοπροχόο συρίγγιο» ιατρ. συρίγγιο που επικοινωνεί με το έντερο, επιτρέποντας τη δίοδο κοπρανωδών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + χόος (< χόος < χέω), πρβλ. οινο χόος, υδρο χόος] …

    Dictionary of Greek

  • 5μολυβδοχόος — ο (Α μολυβδοχόος και μολιβδοχόος) αυτός που τήκει μόλυβδο και τόν χύνει σε ρευστή κατάσταση σε καλούπια για κατασκευή διαφόρων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + χόος (< χέω «χύνω»), πρβλ. οινο χόος, χρυσο χόος] …

    Dictionary of Greek

  • 6σιαλοχόος — ον, και, κατά τον Ησύχ., σιαλόχους, ουν, Α 1. αυτός που αφήνει να τρέχει σάλιο από το στόμα του, ο σαλιάρης 2. αυτός που εκκρίνει σάλιο («σιαλοχόοι ἀδένες» οι σιαλογόνοι αδένες, Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» + χόος / χους (< χέω), πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 7φυλλοχόος — ον, ΜΑ (για μήνα ή εποχή) αυτός που κάνει τα φύλλα τών δένδρων να πέσουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + χόος (< χέω), πρβλ. οἰνο χόος, χρυσο χόος] …

    Dictionary of Greek

  • 8λουτροχόος — λουτροχόος, επικ. τ. λοετροχόος, δωρ. τ. λωτροχόος, ον (Α) 1. αυτός που χύνει νερό για λούσιμο 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ λουτροχόος δούλος που είχε ως έργο να ετοιμάζει το λουτρό («οἰνοχόους καὶ λουτροχόους», Ξεν.) 3. φρ. «λοετροχόος… …

    Dictionary of Greek

  • 9οινοχόος — ο (Α οἰνοχόος) (στην αρχαία Ελλάδα) υπηρέτης ο οποίος κατά τα συμπόσια κερνούσε τους συνδαιτυμόνες κρασί το οποίο αντλούσε από τον κρατήρα («τούτου τε ὁ παῑς οἰνοχόος ἦν τῷ Καμβύση», Ηρόδ.) αρχ. αυτός που παρέχει, που δίνει κάτι («ὅταν...… …

    Dictionary of Greek

  • 10ρινοχόος — Α (κατά τον Ησύχ.) «χώνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + χόος (< χέω), πρβλ. οινο χόος] …

    Dictionary of Greek