χος
41βάθρακας — και βάθρακος και κός και χός, ο βλ. βάτραχος …
42βηχιό — το (AM βήχιον και βηχίον) ελαφρός βήχας αρχ. φαρμακευτικό φυτό που ανακουφίζει από τον βήχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βηχιό < αρχ. βηχίον < βηξ( χός)] …
43βηχώδης — βηχώδης, ες (Α) [βηξ( χός)]·1. εκείνος που βήχει 2. εκείνος που συνοδεύεται από βήχα ή προκαλεί βήχα …
44βόστρυχος — ο (AM βόστρυχος, Α, πληθ., βόστρυχοι, οι και βόστρυχα, τα) 1. μπούκλα, τούφα μαλλιών 2. πλεξίδα μαλλιών αρχ. 1. η έλικα του κλήματος 2. ονομασία εντόμου 3. φρ. «βόστρυχος πυρός» η αστραπή. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με αρχ. νορβ. kvaster …
45κοψίχη — κοψίχη, ἡ (AM) ξεροκόμματο για τα σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοψ τού κόπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κοψ α) + ψίχη, μεταπλασμένος τ. τού ψιξ, χός «κομμάτι ψωμιού»] …
46στόμαχος — ο, ΝΜΑ σακοειδής διεύρυνση τού πεπτικού σωλήνα τών ζώων, μεταξύ τού οισοφάγου και τού λεπτού εντέρου, στο εμπρόσθιο συνήθως τμήμα τής κοιλιάς, που χρησιμεύει κυρίως ως προσωρινός δέκτης προς αποθήκευση και μηχανική σε ορισμένα ζώα αλλά και σε… …
47ψώχος — ή ψωχός Α (κατά τον Ησύχ.) (με ή χωρίς τη λ. γῆ) αμμώδης γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. ψη τού ρ. ψήω* / ψῆν «τρίβω» με δασύ επίθημα χος] …
48choledochus — chole̱|do|chus, ...cha, ...chum [aus gr. χοληδοχος = die Galle aufnehmend]: die Gallenflüssigkeit aufnehmend; in der Fügung ↑Ductus choledochus …
49Distichiasis — Di|sti|chi̱a|sis [zu di...1 u. gr. στιχος = Reihe] w; , ...ia̱|sen, auch …
50Eunuch — Eu|nu̱ch [von gr. εὐνου̃χος = Kämmerer; Eunuch (eigtl. = Bettschützer)] m; en, en: durch ↑Kastration zeugungsunfähig gemachter Mann …