χορούς

  • 41Διονύσια — Κύκλος γιορτών που τελούνταν στην Αττική κατά την αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι γιορτές αυτές ήταν τα Κατ’ αγρούς Δ., τα ΑνθεστήριαΛήναια και τα ΜεγάλαΚατ’ άστυ Δ. Τα Κατ’ αγρούς Δ. γιορτάζονταν σε όλους τους δήμους της Αττικής τον… …

    Dictionary of Greek

  • 42Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …

    Dictionary of Greek

  • 43Κουρήτες — Μυθολογικοί δαίμονες, οι οποίοι αποτελούσαν την ακολουθία της Ρέας. Κατάγονταν πιθανότατα από την Κρήτη και ήταν θεότητες που προστάτευαν τα ζώα και την αγροτική ζωή. Κατόπιν συνδέθηκαν με τον μύθο που σχετίζεται με τη γέννηση και την ανατροφή… …

    Dictionary of Greek

  • 44Μάγνης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Αιόλου και της Εναρέτης και πατέρας του μυθικού μουσικού Λίνου, γενάρχης των Μαγνήτων. II (Ικαρία περ. 480 π.Χ. – 450 π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο παλαιότερος ποιητής της αρχαίας… …

    Dictionary of Greek

  • 45Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …

    Dictionary of Greek

  • 46Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …

    Dictionary of Greek

  • 47Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …

    Dictionary of Greek

  • 48άσκαυλος — Μουσικό ποιμενικό όργανο εφοδιασμένο με ασκό για αποθήκευση αέρα. Ο ά. είναι όργανο πολύ συνηθισμένο στην Ευρώπη και σε μερικές περιοχές της Ασίας και της Αφρικής. Στην τυπική του μορφή εμφανίζεται τον Μεσαίωνα ως όργανο των μενεστρέλων, ενώ… …

    Dictionary of Greek

  • 49αγιογραφία — Ιδιαίτερος κλάδος της ζωγραφικής, του οποίου αποκλειστικό θέμα είναι η ιστόρηση (εικονογράφηση) αγίων προσώπων του χριστιανισμού και θρησκευτικών γενικών παραστάσεων, με προκαθορισμένο τρόπο τεχνικής. Η α. χρησιμοποιείται για την εικονογράφηση… …

    Dictionary of Greek

  • 50αλεμάντ — (Μουσ.) χορός σε διμερές μέτρο και μέτρια ρυθμική αγωγή που πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές ή τα μέσα τού 16ου αιώνα και εξελίχθηκε σε έναν από τους δημοφιλέστερους οργανικούς χορούς τής εποχής «μπαρόκ» (σε γενικές γραμμές: 1600 1750), από τα… …

    Dictionary of Greek