χορηγώ (
1χορηγώ — χορηγῶ, έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγώ Α [χορηγός] 1. (στην αρχ. Αθήνα) είμαι χορηγός, καταβάλλω τις δαπάνες για την συγκρότηση δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», Πλούτ.) 2. καταβάλλω την δαπάνη για κάτι, επιδοτώ, επιχορηγώ, χρηματοδοτώ (α …
2χορηγώ — χορηγώ, χορήγησα βλ. πίν. 73 …
3χορηγώ — χορήγησα, χορηγήθηκα, χορηγημένος, προσφέρω, δίνω, παρέχω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4χορηγῶ — χορηγέω lead a chorus pres subj act 1st sg (attic epic doric) χορηγέω lead a chorus pres ind act 1st sg (attic epic doric) χορηγός chorus leader masc gen sg (doric aeolic) …
5χορηγῷ — χορηγός chorus leader masc dat sg …
6αναχορηγώ — χορηγώ πάλι, ανεφοδιάζω η πράξη αναχορήγηση και αναχορηγία …
7επιδίδω — (AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω) 1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν») 2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις»,… …
8επιχορηγώ — (AM ἐπιχορηγῶ, έω) [χορηγώ] παρέχω πρόσθετη ενίσχυση νεοελλ. καταβάλλω ετήσια ή σε τακτά χρονικά διαστήματα οικονομική ενίσχυση σε ιδρύματα ή πρόσωπα αρχ. μσν. χορηγώ, παρέχω («ὁ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εὶς βρῶσιν») αρχ. συμβάλλω …
9παραχορηγώ — έω, Α χορηγώ, παρέχω, δίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χορηγώ «παρέχω, ξοδεύω»] …
10συνεισευπορώ — έω, Α χορηγώ, προμηθεύω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσευπορῶ «χορηγώ με αφθονία»] …