-
1 χορευτής
[хорэфтис] ουα. а. танцор, партнер (в танцах),Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χορευτής
-
2 танцовщик
-
3 танцор
-
4 танцовщик
танц||овщикм ὁ χορευτής. -
5 танцор
танц||ормо χορευτής. -
6 танцовщик
[ταντσόφστσικ] ουσ. α. χορευτής -
7 танцор
[ταντσόρ] ουσ. α χορευτής -
8 танцовщик
[ταντσόφστσικ] ουσ α χορευτής -
9 танцор
[ταντσόρ] ουσ α χορευτής -
10 ловкий
επ., βρ: ловок, ловка, ловко; ловче κ. ловчее.1. επιδέξιος, επιτήδειος, σβέλτος•-ое движение επιδέξια κίνηση•
ловкий танцор σβέλτος χορευτής.
2. ικανός, καπάτσος, καταφερτζής.3. πρόσφορος, άνετος•-ое седло βολική σέλα.
|| πονηρός, δόλιος, πανούργος. -
11 плясун
-а α., -ья, -и θ. χορευτής, -τρία. -
12 скоморох
-а α.παλ. σκομορόχος, πλανόδιος καλλιτέχνης (τραγουδιστής, χορευτής, ακροβάτης κ.τ.τ.). || αστειολόγος, χαριτολόγος, χιούμοριστής. -
13 танцовщик
-а α.-ца, -ы θ. παλ.1. βλ. танцор.2. χορευτής μπαλέτου. -
14 танцор
-а α.-ка, -и θ.χορευτής, -τρία. -
15 танцующий
ουσ. από μτχ. πλθ. -ие.1. ο χορευτής.2. χορε,υτικός•-ая походка χορευτικό βάδισμα.
|| ταλαντευόμενος, τρεμουλιαστός. -
16 фигурант
-а α.-ка, -и θ. παλ. χορευτής, -τρία ομαδικού χορού. || βουβό θεατρικό πρόσωπο.
См. также в других словарях:
χορευτής — choral dancer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορευτής — ο, θηλ. χορεύτρια, ΝΜΑ, και χορεύτρα Ν, και χορευτρία Α [χορεύω] 1. (γενικά) άτομο που χορεύει 2. πρόσωπο που μετέχει σε χορό δράματος («ὅτε τῇ πρώτῃ τραγῳδίᾳ ἐνίκησεν Ἀγάθων, τῇ ὑστεραίᾳ ᾗ τὰ ἐπινίκια ἔθυεν αὐτός τε καὶ οἱ χορευταί», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
χορευτής — ο θηλ. χορεύτρια αυτός που χορεύει, ο πολύ καλός χορευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαυροστάτης — Χορευτής του μεσαίου στοίχου του Χορού στο αρχαίο θέατρο. Ονομαζόταν και δευτεροστάτης ή υποκόλπιος. Ο Χορός εμφανιζόταν συνήθως διαιρεμένος σε τρεις στοίχους και ο λ. ήταν δεύτερης κατηγορίας χορευτής … Dictionary of Greek
χορευταῖς — χορευτής choral dancer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορευταί — χορευτής choral dancer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορευτοῦ — χορευτής choral dancer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορευτᾶν — χορευτής choral dancer masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορευτῇ — χορευτής choral dancer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορευτήν — χορευτής choral dancer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορευτῶν — χορευτής choral dancer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)