Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χορευτής

См. также в других словарях:

  • χορευτής — choral dancer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορευτής — ο, θηλ. χορεύτρια, ΝΜΑ, και χορεύτρα Ν, και χορευτρία Α [χορεύω] 1. (γενικά) άτομο που χορεύει 2. πρόσωπο που μετέχει σε χορό δράματος («ὅτε τῇ πρώτῃ τραγῳδίᾳ ἐνίκησεν Ἀγάθων, τῇ ὑστεραίᾳ ᾗ τὰ ἐπινίκια ἔθυεν αὐτός τε καὶ οἱ χορευταί», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • χορευτής — ο θηλ. χορεύτρια αυτός που χορεύει, ο πολύ καλός χορευτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαυροστάτης — Χορευτής του μεσαίου στοίχου του Χορού στο αρχαίο θέατρο. Ονομαζόταν και δευτεροστάτης ή υποκόλπιος. Ο Χορός εμφανιζόταν συνήθως διαιρεμένος σε τρεις στοίχους και ο λ. ήταν δεύτερης κατηγορίας χορευτής …   Dictionary of Greek

  • χορευταῖς — χορευτής choral dancer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορευταί — χορευτής choral dancer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορευτοῦ — χορευτής choral dancer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορευτᾶν — χορευτής choral dancer masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορευτῇ — χορευτής choral dancer masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορευτήν — χορευτής choral dancer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορευτῶν — χορευτής choral dancer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»