χορδή
1χορδῇ — χορδή guts fem dat sg (attic epic ionic) …
2χορδή — guts fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… …
4χορδή — η 1. νηματοειδές σώμα από έντερο ή και μέταλλο, το οποίο τεντώνεται πάνω στο ηχείο μουσικού οργάνου και παράγει ήχο, κόρδα. 2. νεύρα τόξου. 3. καθετί που έχει σχήμα χορδής: Στο λάρυγγα υπάρχουν οι φωνητικές χορδές. 4. στη γεωμετρία, χορδή είναι η …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5χορδαῖς — χορδή guts fem dat pl …
6χορδαῖσι — χορδή guts fem dat pl (epic ionic aeolic) …
7χορδαί — χορδή guts fem nom/voc pl …
8χορδᾶν — χορδή guts fem gen pl (doric aeolic) …
9χορδᾶς — χορδή guts fem gen sg (doric aeolic) …
10χορδῆς — χορδή guts fem gen sg (attic epic ionic) …