χορδαψός
1χορδαψός — a disease in the great guts masc nom sg …
2χορδαψός — ο, ΝΜΑ νεοελλ. ιατρ. χορδαψία μσν. αρχ. νόσος τών εντέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή «έντερο» + αψός (< ἅψος «κλείδωση, άρθρωση» < ἅπτω, με παρετυμολ. επίδραση τού ὄψις), πρβλ. λυκ αψός] …
3χορδαψοῦ — χορδαψός a disease in the great guts masc gen sg …
4χορδαψούς — χορδαψός a disease in the great guts masc acc pl …
5χορδαψῷ — χορδαψός a disease in the great guts masc dat sg …
6χορδαψόν — χορδαψός a disease in the great guts masc acc sg …
7χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… …
8χορδαψία — η, Ν [χορδαψός] (παλ. όρος) ιατρ. ινώδεις συμφύσεις που σχηματίζονται γύρω από το έντερο και οφείλονται σε φλεγμονή …