χοιράδες
1Χοιράδες — Oνομασία 2 συστάδων μικρών ελληνικών νησιών. Η μια βρίσκεται ανάμεσα στον φάρο της Μαλέας και στο ακρωτήριο Καμήλι. Oνομάζονται και Γορούνες ή Γουρούνες. Η άλλη βρίσκεται μεταξύ Ψυττάλειας και Σαλαμίνας. Τα μεγαλύτερα ονομάζονται Αταλάντη και… …
2χοιράδες — χοιράς like a hog fem nom/voc pl …
3χοιράς — άδος, η, ΝΜΑ (λόγιος τ.) στον πληθ. οι χοιράδες και αἱ χοιράδες εξόγκωση και σκλήρυνση τών αδένων τού λαιμού («αὐτὸν δὲ τὸν Βατίνιον ἔχοντα χοιράδας ἐν τῷ τραχήλῳ», Πλούτ.) αρχ. 1. ως επίθ. αυτή που μοιάζει με χοίρο ή με τα νώτα χοίρου («χοιράδες …
4CHOERADES — I. CHOERADES et Pharon insulas in Alexandria Aegypti appellatas, sciunt omnes, inquit Hermolaus, in Plin. Sunt etiam Choerades, insulae Italicae: Thucydidi, l. 7. in mari Ionio, iuxta Iapygium promontorium. Item insulae, sive petrae Ponti Euxini… …
5αβαθής — ές (Α ἀβαθής, ές) [βάθος] ο χωρίς μεγάλο βάθος, ρηχός νεοελλ. αυτός που δεν έχει βάθος σκέψης, επιπόλαιος, κούφος. αβαθή, τα (κν. ρηχά νερά) όρος τής ναυτιλίας και τής υδρογραφίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι ανωμαλίες τού πυθμένα τής… …
6χοιραδικός — ή, ό / χοιραδικός, ή, όν, ΝΑ [χοιράς, άδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις χοιράδες, στα οιδήματα τών αδένων τού λαιμού νεοελλ. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από χοιράδωση αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χοιραδικόν είδος φαρμάκου …
7χοιραδώδης — ες / χοιραδώδης, ῶδες, ΝΑ [χοιράς, άδος] ο γεμάτος χοιράδες, αυτός τού οποίου οι αδένες τού λαιμού είναι πρησμένοι και σκληροί νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χοιραδώδης παλαιότερη ονομασία γένους ορθόπτερων εντόμων αρχ. βραχώδης («χοιραδώδης ἐστὶν ὁ… …
8Αττική — I Ιστορική, διοικητική και γεωγραφική περιοχή (3.808 τ. χλμ., 3.761.810 κάτ.), το νοτιοανατολικό άκρο της Στερεάς Ελλάδας, από την οποία τη χωρίζουν ο Κιθαιρώνας (1.409 μ.) και η Πάρνηθα (1.413 μ.). Από τη γραμμή αυτή των δύο βουνών (μήκους 40… …
9χελώνια — τα διόγκωση αδένα από χοιράδωση, χοιράδες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10χοιράδα — η 1. σκόπελος που μόλις εξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας. 2. στον πληθ., χοιράδες εξόγκωση και σκλήρυνση των αδένων του λαιμού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
- 1
- 2