χοινῐκίς
1χοινικίς — nave fem nom sg …
2χοινικίς — και σχοινικίς, ίδος, ἡ, Α 1. ο μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο τής πλήμνης τροχού άμαξας, η χοινίκη 2. ο γύρος τού στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῑς χοινικίσιν κάτωθεν γεγραμμένα», Δημοσθ.) 3. είδος ποδοκάκκης 4. κοίλωμα ή θήκη για τη στρόφιγγα… …
3χοινικίδα — χοινικίς nave fem acc sg …
4χοινικίδας — χοινικίς nave fem acc pl …
5χοινικίδες — χοινικίς nave fem nom/voc pl …
6χοινικίδι — χοινικίς nave fem dat sg …
7χοινικίδος — χοινικίς nave fem gen sg …
8χοινικίδων — χοινικίς nave fem gen pl …
9χοινικίσι — χοινικίς nave fem dat pl …
10χοινικίσιν — χοινικίς nave fem dat pl …
Страницы
- 1
- 2