χοεῖον
1χοεῖον — neut nom/voc/acc sg …
2χοείον — τὸ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) πιθ. «παχὺ ἔντερον» …
3ουλοχοείον — οὐλοχοεῑον και οὐλοχόϊον, τὸ (Α) το κάνιστρο ή το αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν το χοντροκομμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το θύμα πριν από τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαί + χοεῖον, πιθ. μέσω αμάρτυρου *οὐλοχόος / οὐλοχοῶ] …