-
1 χοίρος
[хирос] ουσ. а. свиньяΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χοίρος
-
2 свинья
-
3 свинья
зоол. о χοίρος, разг. το γουρούνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свинья
-
4 боров
боровм ὁ μουνουχισμένος χοίρος. -
5 кабан
кабанм I. (дикая свинья) τό ἀγριογούρουνο, ὁ ἀγριόχοιρος·2. (самец свиньи) ὁ χοίρος. -
6 свинья
свинь||яж ὁ χοίρος, τό γουροῦνι/ ἡ γουρούνα (самка\ ◊ подложить \свиньяю кому-л. разг σκάζω μιά βρωμοδουλειά. -
7 боров
-а, α.1. (πλθ. боровы) ευνούχος χοίρος.2. μτφ. άνθρωπος πολύ χοντρός, παχύς. -
8 нежвачные
-ых πλθ. τα μη μηρυκαστικά (χοίρος, ιπποπόταμος). -
9 свинья
-й, πλθ. свиньи, свиней, свиньям θ.1. χοίρος, γουρούνι.2. μτφ. άνθρωπος βρωμερός• αισχρός, αχρείος• ευτελής, πρόστυχος.εκφρ.подложить кому -ю – σκαρώνω σε κάποιον σκευωρία, προστυχιά•как свинья в апельсинах понимает, разбирается – αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτε, ιδέα δεν έχει -
10 супоросная
-снаκυοφόρος θηλυκός χοίρος, γουρούνα γκαστρωμένη. -
11 хрюшка
-и θ.το γουρούνι, ο χοίρος.
См. также в других словарях:
Χοῖρος — young pig masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοῖρος — young pig masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι … Dictionary of Greek
χοίρος — ο 1. γουρούνι. 2. παροιμ., «Tου χοίρου το μαλλί μετάξι δε γίνεται», ο ανάγωγος δεν αλλάζει. 3. φρ., «O χοίρος τη λάσπη κυνηγά», ο διεφθαρμένος θέλει να συναναστρέφεται τους ομοίους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χοίρω — Χοῖρος young pig masc nom/voc/acc dual Χοῖρος young pig masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χοῖρε — Χοῖρος young pig masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοῖρε — χοῖρος young pig masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χοῖροι — Χοῖρος young pig masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοῖροι — χοῖρος young pig masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χοῖρον — Χοῖρος young pig masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοῖρον — χοῖρος young pig masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)