Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χοίρος

См. также в других словарях:

  • Χοῖρος — young pig masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοῖρος — young pig masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι …   Dictionary of Greek

  • χοίρος — ο 1. γουρούνι. 2. παροιμ., «Tου χοίρου το μαλλί μετάξι δε γίνεται», ο ανάγωγος δεν αλλάζει. 3. φρ., «O χοίρος τη λάσπη κυνηγά», ο διεφθαρμένος θέλει να συναναστρέφεται τους ομοίους του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χοίρω — Χοῖρος young pig masc nom/voc/acc dual Χοῖρος young pig masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χοῖρε — Χοῖρος young pig masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοῖρε — χοῖρος young pig masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χοῖροι — Χοῖρος young pig masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοῖροι — χοῖρος young pig masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χοῖρον — Χοῖρος young pig masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοῖρον — χοῖρος young pig masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»