χνοῦς

  • 1χνους — ο / χνοῡς, oū, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χνόος, στον Αριστοφ. και στον Ευρ. και τ. θηλ. χνοῡς, ἡ, Α (στη νεοελλ. λόγιος τ.) το λεπτότατο τρίχωμα που καλύπτει τα φύλλα και τους καρπούς ορισμένων φυτών, καθώς και το πρόσωπο τών εφήβων, το χνούδι (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 2χνοῦς — χνόος incrustation masc acc pl (attic) χνόος incrustation masc nom sg (attic epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ισόχνους — ἰσόχνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει όμοιο χνούδι με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χνους (< χνοῡς), πρβλ. αρτί χνους, καλαμό χνους] …

    Dictionary of Greek

  • 4πρωτόχνους — ουν, και πρωτόχνοος, οον Α αυτός που έχει το πρώτο χνούδι («μετὰ τοῡτο καὶ πρωτόχνουν ἄνθος ἥβης», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + χνους (< χνόος / χνοῦς «χνούδι»), πρβλ. πολύ χνους] …

    Dictionary of Greek

  • 5υπόχνους — ουν, και ασυναίρ. τ. ὑπόχνοος, ον, Α λίγο χνουδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χνους (< χνοῦς/ χνόος «χνούδι»), πρβλ. ἀρτί χνους] …

    Dictionary of Greek

  • 6νεόχνους — νεόχνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που μόλις εμφανίζει το πρώτο χνούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + χνόος / χνοῦς (πρβλ. αρτί χνους)] …

    Dictionary of Greek

  • 7πολύχνους — ουν, ΝΑ, και πολύχνοος, η, ο, Ν, και πολύχνοος, ον, Α αυτός που έχει πολύ χνούδι, πολύ χνουδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χυους (< χνόος/ χνοῦς «χνούδι»), πρβλ. πρωτό χνους] …

    Dictionary of Greek

  • 8χνιαρωτέρα — Α (κατά τον Ησύχ.) «χνοω < δεσ>τέρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ., ο οποίος ανήκει πιθ. στην οικογένεια τού ρ. χναύω*. Ωστόσο, παραμένει πιθανό ότι πρόκειται για παρεφθαρμένο τ., ενώ το ερμήνευμα θα οδηγούσε σε μία σύνδεση με τον τ. χνοῦς… …

    Dictionary of Greek

  • 9гнус — род. п. гнуса мошкара, мелкие насекомые , гнусный, блр. гнюс скупердяй, подлец , ст. слав. гноусьнъ μιαρός (Супр.), болг. гнус отвращение , сербохорв. гну̑с, диал. гњу̑с грязь, навоз; отвращение , словен. gnȗs, чеш. hňus, hnis отвращение ,… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 10ACANTHINA Vestimenta — memorantur Varroni apud Servium in Aen. l. 1. v. 653. Cum dempti sunt aculei, ex his implicitis mulieres multiplicem conficere vestem; hinc vestimenta acanthina appellata. Nempe ab acanthio herba illis nomen, utpote quae texi consuevêre ex… …

    Hofmann J. Lexicon universale