χνοῦς

  • 11THESAURUS Orchivus — in versu Naevii, Itaque postquam Orchivo traditus thesauro etc. monumentum est, seu sepulchrum hypogeum. Nempe Thesauri Templorum dicebantur, in quibus res sacrae vetustate collapsae reponebantur, erantque, in area Templi, structurâ et fornice… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 12-ούδι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. ούδι(ο)ν (πρβλ. λαγ ούδιν) από ουσ. με θέμα σε ου + υποκορ. κατάλ. (ι)διον: βοῡς > βούδιον, ὀστοῡν > οστούδιον, χνοῡς > χνούδιον, φλοῡς > φλούδιον.Παραδείγματα …

    Dictionary of Greek

  • 13άχνοος — ἄχνοος, ον και ἄχνους, ουν (AM) ο χωρίς χνούδι, αυτός του οποίου τα γένεια δεν έχουν ακόμη φυτρώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χνους (ασυναίρετο χνόος) «χνούδι»] …

    Dictionary of Greek

  • 14αναχνοαίνομαι — ἀναχνοαίνομαι (Α) [χνους] αποκτώ χνούδι, τρίχες …

    Dictionary of Greek

  • 15επίχνους — ἐπίχνους, ὁ (A) 1. φρ. «ὄμματα ἐπίχνουν ἔχοντα» μάτια που βλέπουν θαμπά, σαν να τά εμποδίζει κάποιο χνούδι 2. χνουδωτό πολύτιμο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί* + χνους* «χνούδι»] …

    Dictionary of Greek

  • 16μνους — μνοῡς, όος, ὁ (Α) 1. λεπτό χνούδι 2. είδος γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από συμφυρμό τών τ. μνίον* και χνόος/χνοῦς] …

    Dictionary of Greek

  • 17οδοχνούς — ὁδοχνοῡς (Μ) οδός, δρόμος γεμάτος σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + χνοῦς «σκόνη»]. οδυενδυέα, η βοτ. δέντρο τών τροπικών χωρών τής Δυτικής Αφρικής …

    Dictionary of Greek

  • 18χνοΐζω — Α [χνόος / χνοῡς] (ενεργ και μέσ.) αποκτώ χνούδι …

    Dictionary of Greek

  • 19χνοάζω — Α [χνόος /χνοῡς] 1. (για νέο) αρχίζουν να φαίνονται στο πρόσωπό μου οι πρώτες τρίχες, αποκτώ χνούδι, χνουδιάζω («ἡβῶντας καὶ ἰούλῳ τῷ πρώτῳ χνοάζοντας», Ιμέρ.) 2. φρ. «χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα» μόλις άρχισαν να ασπρίζουν τα μαλλιά του (Σοφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 20χνούδι — το, Ν 1. ανατ. το πρωτογενές τρίχωμα τού εμβρύου, αποτελούμενο, από λεπτές, άχρωμες τρίχες, οι οποίες εμφανίζονται τον τέταρτο εμβρυϊκό μήνα και διατηρούνται στα βρέφη έως τον έκτο μήνα τής ζωής 2. το λεπτότατο τρίχωμα που καλύπτει τα φύλλα και… …

    Dictionary of Greek