χνοῦν
1χνοῦν — χνόος incrustation masc acc sg (attic) …
2επικαρπίδιος — ἐπικαρπίδιος, ον (Α) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται πάνω στην επιφάνεια τών καρπών («χνοῡν ἐπικαρπίδιον», Ανθ. Παλ.) …
3λασιόμαλον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μῆλον τὸ ἔχον χνοῡν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + μᾶλον, αιολ. και δωρ. τ. τού μῆλον] …
4λεπταίνω — και λεπτύνω (AM λεπτύνω) [λεπτός] 1. καθιστώ κάτι λεπτό, τό εκλεπτύνω (α. «λεπταίνω το σύρμα» β. «καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡς χνοῡν κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, εἰς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ αὐτούς», ΠΔ) 2. κάνω κάτι ή κάποιον ισχνό, αδύνατο (α. «σέ λέπτυνε η… …
5προσαφή — ἡ, Α [προσάπτομαι] επαφή («τὰ φύλλα ἔχει χνοῡν ὑπότραχυν κατὰ τὴν προσαφὴν κνησμὸν ἐμποιοῡντα», Διοσκ.) …