χνοῠ

  • 1χνοῦ — χνόος incrustation masc voc sg (attic) χνόος incrustation masc gen sg (attic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2χνους — ο / χνοῡς, oū, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χνόος, στον Αριστοφ. και στον Ευρ. και τ. θηλ. χνοῡς, ἡ, Α (στη νεοελλ. λόγιος τ.) το λεπτότατο τρίχωμα που καλύπτει τα φύλλα και τους καρπούς ορισμένων φυτών, καθώς και το πρόσωπο τών εφήβων, το χνούδι (α.… …

    Dictionary of Greek