χνουδωτός
1χνουδωτός — ή, ό, Ν καλυμμένος από χνούδι (α. «σαν πεταλούδες χνουδωτές», Γρυπ. β. «χνουδωτό ύφασμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χνούδι + κατάλ. ωτός*(Ι) (πρβλ. γραμμ ωτός, οδοντ ωτός)] …
2χνουδωτός — ή, ό χνουδάτος, αυτός που έχει στην επιφάνειά του χνούδι: Το πρόσωπό της είναι χνουδωτό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3εξώμαλλος — ἐξώμαλλος, ον (Α) (για ενδύματα) χνουδωτός στην εξωτερική επιφάνεια …
4ιουλοφόρος — ο (Α ἰουλοφόρος, ον) αυτός που έχει χνούδι, χνουδωτός, τριχωτός νεοελλ. βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιουλοφόρα φυτά τών οποίων οι ταξιανθίες μοιάζουν με ιούλους, δηλ. είναι βοτρυώδεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + φόρος (< φέρω), πρβλ. τροπαιο… …
5λανάτος — λανᾱτος, ὁ, και λανᾱτον, τὸ (Μ) μάλλινο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lanatus, a, um «μάλλινος, χνουδωτός» < λατ. lana, ae «μαλλί, έριον»] …
6λαχνήεις — λαχνήεις, συνηρ. τ. λαχνῆς, δωρ. τ. λαχνάεις, εσσα, εν (Α) [λάχνη] 1. τριχωτός, δασύτριχος, μαλλιαρός («ἀμφὶ συὸς κεφαλῇ καὶ δέρματι λαχνήεντι», Ομ. Ιλ.) 2. χνουδωτός, απαλός …
7λαχνούμαι — λαχνοῡμαι, όομαι (Α) [λάχνη] γίνομαι χνουδωτός, πιάνω χνούδι …
8λαχνώδης — λαχνώδης, ώδες (Α) [λάχνη] χνουδωτός …
9παππώδης — ῶδες, Α [πάππος] με πάππο, χνουδωτός, μαλλωτός …
10πολύχνους — ουν, ΝΑ, και πολύχνοος, η, ο, Ν, και πολύχνοος, ον, Α αυτός που έχει πολύ χνούδι, πολύ χνουδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χυους (< χνόος/ χνοῦς «χνούδι»), πρβλ. πρωτό χνους] …
- 1
- 2