χναυστικός
1χναυστικός — one of a sweet tooth masc nom sg …
2χναυστικός — ή, όν, Α λιχούδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. χναύω] …
1χναυστικός — one of a sweet tooth masc nom sg …
2χναυστικός — ή, όν, Α λιχούδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. χναύω] …