χλᾱρὸν
1χλαρόν — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) α) «χλαρόν κόχλαξ» β) «χλαρόν ῥυπαρόν, λεπτόν, τρυχαλέον, ὠχρόν» γ) «χλαρόν ἐλαιηρὸς κώθων» δ) στον πληθ. «χλαρά ψαιστὰ ἐν ἐλαίῷ» 2. (κατά τον Πίνδ. ως επίρρ.) νεανικά, ακμαία ή, κατ άλλους, με χαρά, εύθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
2χλαρόν — χλᾱρόν , χλαρός exultingly masc acc sg χλᾱρόν , χλαρός exultingly neut nom/voc/acc sg …
3χλάρ — Α ιων. τ. χλαρόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλαρόν] …