χλόης
1χλοῆς — χλοάω grow pale pres ind act 2nd sg (doric) χλοάω grow pale pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) χλοάζω to be bright green fut ind act 2nd sg (doric) …
2Χλόης — Χλόη the first green shoot of plants fem gen sg (attic epic ionic) …
3χλόης — χλόη the first green shoot of plants fem gen sg (attic epic doric ionic) χλοάω grow pale pres ind act 2nd sg χλοάω grow pale imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
4Γουίτμαν, Γουόλτ — (Walt Whitman, Γουέστ Χιλς, Λονγκ Άιλαντ 1819 – Νιου Τζέρσεϊ 1892). Αμερικανός ποιητής. Σε ηλικία δώδεκα ετών άρχισε να εργάζεται σε ένα μικρό τυπογραφείο και το 1846 ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας Daily Eagle του Μπρούκλιν. Η δημοσιογραφική …
5άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …
6κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… …
7ξανθόχλους — ξανθόχλους, ουν και οος, οον (Α) κιτρινοπράσινος, αυτός που έχει χρώμα κιτρινωπό σαν τής ξερής χλόης («φοινικόχλοος ξανθόχλοος», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χλοος / χλους (< χλόη)] …
8ποεσίχρους — ουν και ποεσίχροος, οον, Α αυτός που έχει το χρώμα τής πόας, τής χλόης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόα + χροος / χρους (< χρώς «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ. μηλό χρους] …
9ποώδης — ες, ΝΜΑ, και ποιώδης, Α [πόα / ποία] 1. αυτός που ανήκει στο είδος τής πόας 2. αυτός που μοιάζει με πόα νεοελλ. φρ. α) «ποώδη φυτά» ή, απλώς, «τα ποώδη» τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που περιλαμβάνει μόνο την οικογένεια αγρωστώδη β)… …
10πόα — Γένος φυτών (οικογένεια: αγρωστίδες ή γραμμινίδες, μονοκοτυλήδονα) που είναι από τα πιο κοινά στα βοσκοτόπια και στα λιβάδια, όπου σχηματίζουν τούφες συνήθως αραιές. Φύονται στις χλοερές τοποθεσίες διάφορα είδη (π. η λειμώνια, π. η ετησία, π. η… …
- 1
- 2