χλανίσκιον
1χλανίσκιον — neut nom/voc/acc sg …
2χλανίσκιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χλανίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανιδίσκιον με απλολογία] …
3χλανισκιδίων — χλανίσκιον neut gen pl χλανισκίδιον neut gen pl …
4χλανίσκια — χλανίσκιον neut nom/voc/acc pl …
5κλανίσκιον — κλανίσκιον, τὸ (Α) επιγρ. χλανίσκιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίσκιον, με απώλεια τής δασύτητας, πιθ. κατ επίδραση τού κλανίον] …
6παιδισκείος — παιδισκεῑος, εία, ον (Α) [παιδίσκος] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε παιδί («παιδισκεῑον χλανίσκιον», πάπ.) …