χιτωνάριον

  • 1χιτωνάριον — woman s frock neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2χιτωνάριον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιτών + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. θηκ άριον)] …

    Dictionary of Greek

  • 3κιθωνάριον — κιθωνάριον, τὸ (Α) ιων. τ. (υποκορ. τού κιθών*) μικρός χιτώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιθών + υποκορ. κατάλ. άριον ή < χιτωνάριον με μετάθεση τής δασύτητας] …

    Dictionary of Greek

  • 4χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… …

    Dictionary of Greek