χιονίζει

  • 1χιονίζει — χιονίζει, χιόνισε (ως απρόσ.) …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2χιονίζει — χιονίζω snow upon pres ind mp 2nd sg χιονίζω snow upon pres ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3νείφω — (Α) 1. (συν. ως απρόσ. και σπαν. ως προσ.) νείφει χιονίζει 2. μτφ. (μτβ.) ρίχνω κάτι σαν βροχή, σε μεγάλη ποσότητα («θεὸς νείφει τροφὰς ἀπ οὐρανοῡ» Φίλ.) 3. (και το μέσ. ως ενεργ.) νείφομαι χιονίζω, πέφτω σαν χιόνι («νιφάδος νειφομένας», Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 4χιονοβόλος — α, ο / χιονοβόλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Ν αυτός που ρίχνει χιόνι, που χιονίζει νεοελλ. φρ. «χιονοβόλος ημέρα» ημέρα κατά την οποία χιονίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλο βόλος, χαλαζο βόλος] …

    Dictionary of Greek

  • 5Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 6αρραβωνίζω — (Μ ἀρραβωνίζω, Α ομαι) [αρραβών] 1. αρραβωνιάζω 2. παροιμ. «έξω βρέχει και χιονίζει κι ο παπάς αρραβωνίζει» γι αυτούς που κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να επηρεάζονται από δυσκολίες) αρχ. μσν. αρραβωνίζομαι 1. εγγυώμαι, αποδέχομαι 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 7αχιόνιστος — η, ο (Μ ἀχιόνιστος, ον) αυτός που δεν σκεπάστηκε με χιόνι νεοελλ. (για τόπο) εκείνος στον οποίο ποτέ δεν χιονίζει …

    Dictionary of Greek

  • 8επινίφω — ἐπινίφω και ἐπινείφω (Α) 1. καλύπτω με χιόνι 2. απρόσ. επινίφει εξακολουθεί να χιονίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νίφω «χιονίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 9κατανείφω — και κατανίφω (Α) 1. καλύπτω με χιόνι («εἰ μὴ κατενειψε χιόνι τήν Θρᾴκην», Αριστοφ.) 2. ρίχνω κάτι από ψηλά σαν χιόνι, πασπαλίζω («κατανίψων ἀπὸ γλώσσης ἅπαντάς», Λουκιαν.) 3. απρόσ. κατανείφει χιονίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νείφω «καλύπτω με… …

    Dictionary of Greek

  • 10νίφα — νίφα, τήν (Α) (ποιητ. αιτ. τού *νιψ) τήν χιόνα («ἀλευόμενοι νίφα λευκήν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ τού ρ. νείφει «χιονίζει»] …

    Dictionary of Greek