χηρᾰμύς
1χηραμύς — ύδος, ἡ, Α βλ. χηραμίς …
2χηραμίς — ίδος, και χηραμύς, ύδος, ἡ, Α 1. είδος πλατιού κοχυλιού που χρησίμευε ως μονάδα μέτρησης 2. (κατά τον Ησύχ.) «χηραμίδες χηραμοί, τὰ κοίλα καὶ ἔχοντα κενώματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < χηραμός «κοίλωμα, οπή» + κατάλ. ις (πρβλ. φωλ ίς). Η λ. απαντά και με τη …
3ĝhē-2 : ghǝ- and ĝhēi- : ĝhī- — ĝhē 2 : ghǝ and ĝhēi : ĝhī English meaning: to gape, yawn Deutsche Übersetzung: “gähnen, klaffen” Note: schallmalend for den Gähnlaut (in addition the weitergebildete stem ĝhii̯ ü); (see also under ĝhans “goose “; similarly …